- πλινθοβολία
- πλινθο-βολία, ἡ,A bricklaying, ib.42(1).115.17,21 (Epid., iv/iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλινθοβολία — ἡ, Α [πλινθοβόλος] οικοδόμηση με πλίνθους, χτίσιμο με πλίθρες … Dictionary of Greek